ἁλιῆες

ἁλιῆες
ἁλιεύς
one who has to do with the sea
masc nom/voc pl (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λινορραφής — λινορραφής, ές (Α) 1. ραμμένος με νήμα από λινάρι 2. αυτός ο οποίος κατασκευάζει δίχτια («λινορραφεῑς ἁλιῆες», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + ραφής (< θ. ραφ , πρβλ. ραφ ή), πρβλ. δολο ρραφής, πολυ ρραφής] …   Dictionary of Greek

  • πολύκμητος — ον, Α 1. ο επεξεργασμένος με πολύ κόπο («... χαλκός τε χρυσός τε πολύκμητός τε σίδηρος», Ομ. Ιλ.) 2. καλοδουλεμένος, επεξεργασμένος με πολλή προσοχή («...ἐπ οὐδοῦ ἷζε πολυκμήτου θαλάμοιο», Απολλ. Ρόδ.) 3. επίπονος, γεμάτος κόπο («ἐς πολέμοιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”